Δείγμα γραφής  του περιεχομένου του βιβλίου αποτελεί το παρακάτω ευθυμογράφημα:

Άλμα Βυθού

  1. – Ήταν η πρώτη χρονιά που θα γιορτάζαμε την επέτειο του αδελφάτου τ’ Αγιού Βασιλειού, που ιδρύσαμε έφηβοι τότε στον Άγιο Γιώργη και για να πάμε ζωηροί και κεφάτοι στην Εκκλησιά, συμφωνήσαμε οι πιο πολλοί να μη γυρίσωμε αποσπερίς στα κάλαντα, αλλά την άλλη μέρα μετά την απόλυσι της Εκκλησιάς. Ήρθε η παραμονή, βράδυασε και για να περάση λίγο η νύχτα, μαζευτήκαμε καμμιά δεκαριά αδελφοί σ’ ένα παπουτσήδικο του Γεμέλιδου και συγκεκριμένα του Νικολή του Πίττα, όπου πότε σιγοτραγουδούντες και πότε συζητούντες σχετικά με τ’ αδελφάτο σκοτώναμε την ώρα.

Μεσάνυχτα πια σηκωθήκαμε να διαλυθούμε οπότε ένας από την παρέα επρότεινε να πάμε να τον πούμε, έστω και σ’ ένα μόνο σπίτι για το καλό του χρόνου. Μας άρεσε η πρότασις, αλλά δεν μπορούσαμε να συμφωνήσουμε σε τίνος σπίτι θα πηγαίναμε. Τέλος τους πρότεινα, κι’ η πρότασίς μου έγινε δεκτή με χειροκροτήματα, να πάμε στου Μαστρο–Γιώργη του Μπαχά ή Μούλου.

Ο Μαστρο–Γιώργης αυτός –καμμιά 60αριά χρονών τότε– σοφατζής το επάγγελμα, ήσυχος και εργατικός, αν και δεν ήταν άνθρωπος της ταβέρνας, εν τούτοις ποτέ δεν έλλειπε από το σπίτι του το ρακάκι και τα καλά μεζεδάκια που τα φύλαγε για τους ξαφνικούς επισκέπτες. Ήταν πολύ χουβαρντάς στο σπίτι του και γι’ αυτό διαλέξαμε αυτόν να.. τιμήσουμε εκείνη την βραδυά. Καθότανε με την Κυρά Μαρία τη γυναίκα του στον Κάζαρη, σ’ ένα διώροφο σπιτάκι πούχε ένα ημικυκλικό ξύλινο μπαλκόνι, με επίσης ξύλινη σκάλα πλάι του.

Μπροστά λοιπόν εγώ σαν αρχηγός και πίσω μου οι άλλοι φθάσαμε κι’ ανεβήκαμε στο μπαλκόνι του Μάστρο–Γιώργη. Όλοι παραταχθήκανε στις άκρες του μπαλκονιού, εκτός από μένα που στάθηκα κοντά στην πόρτα –γιατί θάκανα το μαέστρο κι’ έπρεπε να με βλέπουν– και του Μιχάλη Αλάτση που θα μας συνόδευε με το παγιαύλι, στο οποίο είχε τόσην επίδοσι που πολλές φορές πρόβατα, τράγοι και γουρούνια ακόμη παρατούσαν την τροφή τους για ν’ ακούν το παίξιμό του!

Ξερόβηξα δυο τρεις φορές για να καθαρίση ο λαιμός μου, φύσιξε κι’ ο Μιχάλης να καθαρίσουν οι παγιαυλότρυπες κι’ αρχίσαμε τις μπατινάδες με ευχές και παινέματα προσπαθούντες να τις πούμε όσο μπορούσαμε πιο όμορφα για να συγκινηθή η καλλιτεχνική ψυχή του Μαστρο–Γιώργη και μας ανοίξη. Γιατί εδώ που τα λέμε, δεν είναι και τόσο εύκολο να ξεσηκώσης ένα κοιμισμένο τη στιγμή που αντί να τραγουδάς γκαρίζεις. Και φαίνεται πως θα τις λέγαμε καλά, γιατί δεν πέρασαν πέντε λεπτά κι’ είδαμε να φεγγοβολά ο φεγγίτης πούταν επάνω από την πόρτα. Ήταν σημείο πως θα άνοιγε μόλις άκουγε και την μπατινάδα της πόρτας «άνοιξε πόρτα μ’ άνοιξε». Ακολουθούσαν βλέπετε τότε τους κανονισμούς κι’ ερρύθμιζαν τις κινήσεις τους σύμφωνα με τα λόγια του τραγουδιού. Δυστυχώς όμως δεν ήταν τυχερός να την ακούση γιατί αντί της σχετικής με την πόρτα μπατινάδας, ακούστηκε ένας τρομερός πάταγος σαν να χαλούσε ο παληός ουρανός.

Να τι έγινε:

Στον ενθουσιασμό που με κατέλαβε όταν είδα το φως, παράτησα τη θέσι μου πούχα κοντά στην πόρτα κι’ επήγα στη μέση του μπαλκονιού να κάμω ένα τσαλίμι. Σήκωσα το ένα μου πόδι, στηρίχτηκα στο άλλο και δίνοντάς του μια με την ανάποδη της παλάμης επήρα βόλτα το κορμί και το κακό συνετελέσθη. Με το τράνταγμα που έγινε βγήκε το μπαλκόνι απ’ τις σκαλότρυπες και εν ριπή οφθαλμού που λέμε, σκάλα, μπαλκόνι και τραγουδιστάδες βρεθήκαμε σωρός κουβάρι κάτω. Ευτυχώς κανένας μας δεν κτύπησε πλην της δικής μου κεφαλής, που έφαγε ένα ρεγγοβάρελο του γιασεμιού με βερβελιά γεμάτο, που κατρακύλισε κι’ αυτό μαζί μας.

Ο Μαστρο–Γιώργης που νόμισε ότι του κάναμε γι’ αστείο καμμιά μικροζημιά, άνοιξε την πόρτα και στάθηκε στο κατώφλι κρατώντας στο ένα του χέρι το δίσκο με τα κεράσματα και στ’ άλλο μια λάμπα γυάλινη. Φορούσε δε μια ρόμπα κάτασπρη σαν κελεμπία Αράπικη πούταν της μόδας τότε κι’ έτσι όπως στεκόταν στο κατώφλι, έμοιαζε με Δεσπότη που λέγει το «Επίβλεψον» παρά με Μαστρο–Γιώργη.

Δίσκος στα μάτια του μπροστά, λάμπα και μαχμουρλίκι, δεν αφήσανε να πάρη χαμπάρι της καταστροφής.

– Ορίστε παιδιά, μας είπε, κοπιάστε επάνω.

– Δεν είν’ ανάγκη Μαστρο–Γιώργη, του είπα. Καλύτερα μας κερνάς κάτω γιατί βιαζόματσε να πάμε κι’ αλλού.

Έκαμε να επαναλάβη την πρόσκλησι μα η γυναίκα του που στεκόταν πίσω του, τον έσπρωξε κρυφά να μας κεράση κάτω μην ανεβούμε και της ξεσιγυρίσουμε το σπίτι.

Βάζει μπροστά ο χριστιανός το ένα του πόδι για να πατήση στ’ ανύπαρκτο μπαλκόνι και… μα πώς να το περιγράψω; Γράφεται; Μικρή μόνον ιδέα ίσως μπορέση να σχηματίση κανείς άμα προσέξη την εικόνα της Μεταμόρφωσης. Έτσι βρισκόταν κι ο Μαστρο–Γιώργης μεταξύ γης και ουρανού με μόνη διαφορά τη διεύθυνσι της άσπρης κελεμπίας του η οποία δεν κρεμόταν πια σαν πρώτα προς τα κάτω αλλά με την αντίστασι του αέρα ξεφηκαρώθηκε προς το κεφάλι.

Δίσκος, λάμπα και γυαλικά γίνηκαν θρύψαλα. Εμείς σκορπίσαμε σαν γερανοί κι’ από μακρυά ακούγαμε που φώναζε «Κλαβανή…..κλαβανή…». Κάποιος από μας που νόμισε πως φώναζε Λαμά σαβαχθανί είπε «πάει ο χριστιανός, σκοτώθηκε». Μα δεν ήταν επιθανάτιος φωνή, παρά συμβουλή προς τη γυναίκα του να καταβή από την κλαβανή.

Το πρωί που πήγα στην Εκκλησιά, ρώτησα στην αυλή με χτυποκάρδι τον Καντηλανάφτη αν πέθανε κανείς. Στην αρνητική του απάντησι σταυροκοπήθηκα με ανακούφισι κι’ εμπήκα στην Εκκλησιά. Στάθηκα δίπλα στον πατέρα μου πούταν δεξιός ψάλτης παρατηρώντας με αγωνία τον καθένα που έμπαινε μήπως φανή κι’ ο Μαστρο–Γιώργης. Η ακολουθία προχωρούσε κι’ ανησυχούσα που δεν φαινότανε. Ξαφνικά και μόλις αρχίσαμε την Καταβασία «Βυθού ανεκάλυψε πυθμένα» νάτος σαν φάντης μπαστούνι κι’ ο Μαστρο–Γιώργης, σώος και ακέραιος εκ του βυθού (!) λίγο όμως βλοσυρός και κατσούφης. Επήρεν η καρδιά μου αέρα. Δόξα σοι ο Θεός, είπα μέσα μου, ζωντανός είναι. Παρετήρησα προσεκτικά αν του έλειπε κανένα χέρι, μα ευτυχώς τα είχε και τα δυο. Επίσης και τα μάτια. Τρία μόνο λευκά τσιρώτα ξεχώριζαν στη φάτσα του, ένα τριγωνικό στο κούτελο, ένα στο φρύδι του μακρύ σαν μακαρόνι κι’ άλλο ένα τραπεζοειδές στην κάτω σιαγόνα. Αυτή όλη ήταν η σωματική του ζημιά. Επήγε και στάθηκε στη θέσι του πούταν απέναντί μου, και δεν έπαψε ούτε στιγμή να με κυττάζη. Τα μάτια καρφώθηκαν κυριολεκτικά επάνω μου. Πόσα νάλεγε αυτό του το βλέμμα!! Επειδή κατάλαβα πως επιζητούσε ν’ αντικρυστούμε, απέφευγα να τον ιδώ, βλέποντας πότε το βιβλίο και πότε το Ιερό.

Ύστερα απ’ το ψάλσιμο της δοξολογίας, μού είπε ο πατέρας μου χαρούμενος:

– Σήμερα βρε Γιώργη φαίνεται πως ψάλλομεν εξαιρετικά!

– Πως το καταλάβατε; Τον ρώτησα

– Να!… βλέπω μου είπε, το Μαστρο–Γιώργη που δεν έπαψε να μας κυττάζη αφ’ την ώρα που μπήκε.

Ένα γέλιο ήλθε να με πνίξη μα το κατάπια με το ψευτόβηχα.

Το Χερουβικό το έψαλε για πιο πανηγυρικό σε Α’ ήχο και σε αρκετά ψηλή βάσι, που σαν φθάσαμε στο «Τριάδι» αναγκάστηκα να στριφογυρίζω και να μορφάζω για να μπορέσω να τον παρακολουθήσω, κι’ έτσι σε ένα από τους μορφασμούς, πέσανε τυχαία τα μάτια μου στα μάτια του Μαστρο–Γιώργη που βγάζανε φωτιές κι’ αμέσως εκείνος με φοβέρισε δείχνοντάς μου σφιγμένη τη γροθιά του.

Εκείνης της ημέρας το «Τριάδι» με τα πολλά ανεβοκατεβάσματα και τους ποικίλους λαρυγγισμούς που του έκαμε ο πατέρας μου, δε θα τέλειωνε ούτε σε μια ώρα, αν δε μας το έκοβαν οι παπάδες που βγήκαν στη μεγάλη είσοδο.

– Καλέ μπαμπά, του είπα, τι σας βρήκε σήμερα και κρατούσατε τόση ώρα το Τριάδι;

– Με μερακλάντισε ο Μαστρο–Γιώργης, είπε. Δεν τον είδες πως αφ’ τον ενθουσιασμό του σήκωσε τη γροθιά του; μούγνεψε να το βαστώ πολύ…

Ε!… δε μπόρεσα πιά να κρατηθώ και πετάχτηκα έξω από την πόρτα του Ιερού κρατώντας την κοιλιά μου να μη σκάσω.

 

Μια νέα έκδοση που στοχεύει, μέσα από τα άρθρα και ευθυμογραφήματα του Γεώργιου Δ.Γέμελου, που είχαν δημοσιευθεί κατά καιρούς στην εφημερίδα του ομίλου “Τα Νέα του Βροντάδου”, να ζωντανέψει ήθη ,έθιμα και καταστάσεις της καθημερινής ζωής του Βροντάδου.

Το βιβλίο θα είναι διαθέσιμο από τα μέλη του Δ.Σ πρός πώληση, σε συμβολική τιμή .